- στηθοχτυπιέμαι
- και στηθοχτυπιούμαι, -έομαι, Νστηθοκοπιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στηθοχτυπιέμαι — και στηθοχτυπιούμαι χτυπώ το στήθος μου από απελπισία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
στηθοκοπούμαι — και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, έομαι, Ν χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + κοπούμαι / κοπιέμαι (< κόπος*), πρβλ. ξυλο κοπούμαι] … Dictionary of Greek